- εὐείσβολος
- εὐείσβολοςeasily invadedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευείσβολος — εὐείσβολος, ον (Α) 1. αυτός στον οποίο εισβάλλει κάποιος εύκολα, αυτός που υπόκειται εύκολα σε εχθρικές εισβολές 2. εύκολος ως προς την είσοδο, ευπρόσιτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + εισ βολος (< εισβάλλω), πρβλ. δυσ είσ βολος] … Dictionary of Greek
εὐείσβολον — εὐείσβολος easily invaded masc/fem acc sg εὐείσβολος easily invaded neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)